κηρίου

κηρίου
κηρίον
honeycomb
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φωτομετρία — Κλάδος της οπτικής, που έχει ως αντικείμενο τη μέτρηση της ποσότητας φωτεινής ενέργειας που εκπέμπει μια πηγή ή δέχεται μια επιφάνεια. Στις φωτομετρικές μετρήσεις, οι οποίες εκτελούνται με οπτική σύγκριση της φωτεινότητας από διαφορετικές πηγές,… …   Dictionary of Greek

  • Codex Bezae — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 05 A sample of the Greek text from the Codex Bezae …   Wikipedia

  • λούμεν — (lumen). Μονάδα φωτεινής ροής στο Διεθνές Σύστημα Μονάδων. Συμβολίζεται με lm και ορίζεται ως η φωτεινή ροή που εκπέμπεται από μία ισοτροπική σημειακή πηγή, της οποίας η φωτεινή ένταση είναι ενός κηρίου (cd), μέσα σε στερεά γωνία που σχηματίζει… …   Dictionary of Greek

  • μελίσσειος — μελίσσειος, εία, ον, ουδ. και μελίσσιον (ΑM, Μ και μελίσσι[ο]ν) το ουδ. ως ουσ. τὸ μελίσσ(ε)ιον 1. σμήνος μελισσών 2. κυψέλη μελισσών αρχ. αυτός που παρασκευάζεται από τις μέλισσες («οἱ δὲ ἀπέδωκαν αὐτῷ ἰχθύος ὀπτοῡ μέρος καὶ ἀπὸ μελισσείου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”